προσυπογραφή

προσυπογραφή
η
η πράξη του προσυπογράφω, πρόσθετη υπογραφή: Το συμβόλαιο χρειάζεται και την προσυπογραφή δύο μαρτύρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσυπογραφή — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσυπογράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσυπογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικ. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”